Προβλήματα στον τομέα της Κυπριακής αλιείας και εισηγήσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη

Η αλιευτική διαχείριση, οι κρατικοί κανονισμοί για τη θάλασσα και η ιχνηλασιμότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων στις θάλασσες είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Σε πολλές περιπτώσεις οι αλιευτικές νομοθεσίες, οι κανονισμοί και τα μέτρα επιβολής δεν είναι αποτελεσματικά για τη σωστή διαχείριση και βιώσιμη ανάπτυξη της αλιείας. Έτσι, η αλιευτική ικανότητα και προσπάθειες δεν περιορίζονται ή ελέγχονται επαρκώς αλλά και δεν αναπτύσσονται βιώσιμα. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε σημαντικά προβλήματα που απασχολούν τον αλιευτικό τομέα στην Κύπρο αλλά και σε πιθανές ενέργειες επιλύσεις κάποιων προβλημάτων.

Ο αλιευτικός τομέας στην Κύπρο


Ο αλιευτικός τομέας στην Κύπρο αποτελείται από την παράκτια αλιεία, που απασχολεί το μεγαλύτερο ποσοστό των αλιέων της Κύπρου, την αλιεία της τράτας βυθού και την πελαγική αλιεία που αποτελείται κυρίως από την αλιεία ξιφία και τόνου. Σκάφη μήκους 4 έως 12 μέτρων αποτελούν την παράκτια αλιεία, άνω των 12 μέτρων την πολυδύναμη αλιεία (αλιεία ξιφία και τόνου) και άνω των 18 μέτρων την αλιεία με τράτες βυθού. Εκτιμάται ότι για το 2016 ο συνολικός αριθμός ενεργών επαγγελματικών σκαφών ανέρχονταν περίπου σε 438, εκ των οποίων τα 409 είναι μικρά σκάφη παράκτιας αλιείας και 29 σκάφη πελαγικής αλιείας. Ο κλάδος αποτελείται αποκλειστικά από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις (Cyprus Annual Report on Efforts, 2016).
Η αλιεία στην Κύπρο στοχεύει δύο κατηγορίες ψαριών: τα μεγάλα πελαγικά είδη και τα βυθόβια είδη. Τα βυθόβια είδη αποτελούν είδη όπως το μπαρπούνι, τον σκάρο, την κουρκούνα, τη στρίλια, τη γόππα, το λυθρίνι, το φαγκρί, τη μαρίδα, τον σορκό, τον ορφό, τη συναγρίδα, το χταπόδι, τη σουπιά και άλλα. Τα μικρά πελαγικά αποτελούν είδη όπως τη στρογγυλόρεγγα, το κολιό, τη σαρδέλλα και το σαυρίδι, ενώ τα μεγάλα πελαγικά είδη αποτελούνται από είδη όπως ο ξιφίας, ο μακρύπτερος τόνος και ο ερυθρός τόνος.
Με βάση στοιχεία του Ετήσιου Απολογισμού για την Αλιευτικό Στόλο στην ΕΕ το 2017, η ετήσια συνεισφορά του κυπριακού αλιευτικού τομέα σε έσοδα ανέρχεται περίπου στα 7 εκατ. ευρώ, και παρουσιάζει κάμψη σε σχέση την τελευταία δεκαετία, ενώ ο κλάδος σε όρους μικτού και καθαρού κέρδους χαρακτηρίζεται ως ζημιογόνος (2017 Annual Economic Report on the EU Fishing Fleet).
Η αρνητική οικονομική κατάσταση σημαίνει ότι ο Κυπριακός στόλος ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσκολίες στο μέλλον για τη διατήρηση του στόλου. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην παύση της δραστηριότητας πολλών σκαφών κυρίως μικρής κλίμακας. Οι παράγοντες πίσω από αυτό είναι η αύξηση των δαπανών (κυρίως για επισκευές και συντήρηση, κόστος ενέργειας και άλλα μεταβλητά έξοδα όπως για μισθούς) και ταυτόχρονα η μείωση της αξίας αλιευτικής παραγωγής. Οι μέσες τιμές αλιευμάτων παρουσιάζουν μια πτωτική τάση από το 2011, κυρίως λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της μειωμένης αγοραστικής δύναμη των καταναλωτών. Ωστόσο, παραμένουν συγκριτικά σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες μεσογειακές χώρες, λόγω κυρίως του εμπορικού ελλείμματος που αντιμετωπίζει η χώρα σε φρέσκα προϊόντα.
Περίπου 1.500 τόνοι ψάρι αλιεύονται κάθε χρόνο στα Κυπριακά θαλάσσια ύδατα. Ο τομέας της αλιείας δεν συνεισφέρει σημαντικά (λιγότερο από 0,5%) στο Κυπριακό ΑΕΠ. Ωστόσο, είναι ένας σημαντικός τομέας για τις εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές για άμεση απασχόληση (πλοιοκτήτες και μέλη του πληρώματος) και βοηθητικές υπηρεσίες, όπως ψαροταβέρνες και εστιατόρια, ιχθυοτροφεία, μηχανολογικές επισκευές, επισκευές και κατασκευές σκαφών.

Κυριότερα προβλήματα

Τα κυριότερα προβλήματα βιωσιμότητας που αντιμετωπίζει σήμερα ο αλιευτικός τομέας της Κύπρου είναι η χαμηλή παραγωγικότητα των νερών, η έλλειψη ζωτικού αλιευτικού χώρου λόγω της Τουρκικής κατοχής, των Βρετανικών Βάσεων, των τουριστικών θαλάσσιων δραστηριοτήτων, των μονάδων υδατοκαλλιέργειας, των προστατευόμενων περιοχών και πρόσφατα από σκάφη εξόρυξης υδρογονανθράκων από νόμιμα αλλά και παράνομα τουρκικά, και η υπεραλίευση και μείωση των ιχθυοαποθεμάτων. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η παράνομη αλίευση από αιγυπτιακές τράτες βυθού που συνήθως περνούν απαρατήρητες από τις αρμόδιες αρχές και προκαλούν σημαντικά προβλήματα στο βυθό αλλά και στη πελαγική αλιεία αφού καταστρέφουν στο πέρασμα τους τα πελαγικά παραγάδια. Προβλήματα επίσης αποτελούν και η έλλειψη επαγγελματικής κατάρτισης σε νέες μεθόδους αλίευσης, η παρουσία ξενικών ειδών και η δυσκολία του λαού να δεχθεί νέα είδη στη διατροφή του, όπως παράδειγμα το νεοεισερχόμενο λεοντόψαρο (lionfish).
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι ότι οι σημερινές αλιευτικές δραστηριότητες συμβαίνουν συχνά μακριά από τα μάτια των ρυθμιστικών αρχών και των καταναλωτών. Αυτό συνεπάγεται με τη κακή διαχείριση προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αλιείς και δεν λαμβάνονται υπόψιν από τις αρμόδιες αρχές. Ο ΜΚΟ Ενάλια Φύσις Περιβαλλοντικό Κέντρο Ερευνών, μέσω ενός προγράμματος που σκοπό έχει τη κατανόηση του προβλήματος της παρεμπίπτουσας αλιείας ευάλωτων ειδών (Cyprus Bycatch Project στο Facebοok), βρίσκετε σε στενή συνεργασία με τους ψαράδες και καταγράφει από πρώτο χέρι τα προβλήματα του τομέα. Ένα από αυτά τα προβλήματα αποτελεί και η λεηλασία (κατανάλωση) του δολώματος και των αλιευμάτων κυρίως από δελφίνια, χελώνες και λαγοκέφαλους. Η λεηλασία των αλιευμάτων από τα αναφερόμενα είδη θεωρείτε η σημαντικότερη πηγή οικονομικής απώλειας των ψαράδων σύμφωνα με τους ψαράδες αλλά και από δεδομένα που συστηματικά συλλέγουμε τα τελευταία 2 χρόνια. Τα δελφίνια παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα στην πελαγική αλιεία του μακρύτερου τόνου και του ξιφία, ενώ ο λαγοκέφαλος και οι χελώνες να επηρεάζουν ιδιαίτερα την παράκτια αλιεία. Λόγο της μεγάλης αύξησης στους πληθυσμούς των χελωνών τα τελευταία χρόνια, οι ζημιές που προκαλούν στους ψαράδες αλλά η τυχαία αλίευση τους έχουν αυξηθεί σημαντικά. Το πρόβλημα της λεηλασίας φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την βιώσιμη ανάπτυξη αλλά και επιβίωση του τομέα.

 

 

Α                                                                                        Β

 

Γ                                                                                         Δ