Ωστόσο, όπως επεσήμανα και σε πρόσφατη αρθρογραφία μου, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για τη Δημόσια Υγεία, κυρίως από τη μετάδοση και εξάπλωση εκατοντάδων γνωστών και άγνωστων ιών και παθογενειών, κάθε άλλο παρά έχουν εξαλειφθεί. Μόλις προχθές το Υπουργείο Υγείας, σε σχετική ανακοίνωσή του, έκανε λόγο για δυο επιβεβαιωμένα κρούσματα Ιού του Δυτικού Νείλου στην ευρύτερη περιοχή της Λευκωσίας και, παρότι για την ώρα οι Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας εμφανίζονται καθησυχαστικές, η εξέλιξη αυτή εγείρει ερωτήματα και προβληματισμό.
Πόσο καλά είναι θωρακισμένη η χώρα μας απέναντι σε πιθανές απειλές για τη Δημόσια Υγεία; Είναι αποτελεσματικές οι υφιστάμενες υποδομές για την ορθή διαχείριση των αναδυόμενων προκλήσεων για τη Δημόσια Υγεία και των επιπτώσεών τους στον γενικό πληθυσμό, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα;
Αν μου έθετε κανείς τα παραπάνω ερωτήματα, η απάντησή μου θα ήταν μάλλον αρνητική.
Άποψή μου είναι πως οι δομές της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας, όπως βέβαια και σε άλλα κράτη, χρειάζονται επιπρόσθετη στήριξη, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό, ιδιαίτερα σε πρωτογενές επίπεδο ως προς την πρόληψη και τον έλεγχο των μεταδιδόμενων, αλλά και μη-μεταδιδόμενων νοσημάτων, ως επίσης και σε δευτερογενές επίπεδο ανακόπτοντας στον μέγιστο δυνατό βαθμό την προοδευτική πορεία πολλών χρόνιων παθήσεων. Είναι καιρός, για να μη πω έχουμε καθυστερήσει αισθητά, να εξετάσουμε αν οι διάφορες αδυναμίες ή ελλείψεις του τομέα της Δημόσιας Υγείας θα ήταν σκόπιμο να εμπίπτουν στην ευθύνη και να αντιμετωπιστούν μέσα από τη λειτουργία και ενός καλά οργανωμένου και συντονισμένου Εθνικού Κέντρου Παρακολούθησης και Πρόληψης Νοσημάτων, στα πρότυπα όλων των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών και της γειτονικής μας Ελλάδας.
Η τελευταία, μάλιστα, δείχνει να έχει αναγνωρίσει εδώ και πολλά χρόνια τη σημασία και την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου φορέα, αφού το πρώην Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) και νυν Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), μετρά ήδη πάνω από 25 χρόνια ζωής και λειτουργίας. Για να υλοποιηθεί κάτι αντίστοιχο στην Κύπρο, απαραίτητη προϋπόθεση θα ήταν μια τεκμηριωμένη μελέτη και αξιολόγηση των δεδομένων και των αναγκών της χώρας μας στο πλαίσιο μιας Εθνικής Στρατηγικής για τη Δημόσια Υγεία, πάντοτε όμως με γνώμονα τη μείωση των ανισοτήτων ως προς την πρόσβαση σε ισότιμες υγειονομικές υπηρεσίες και τη βελτίωση της υγείας των πολιτών.
Εφόσον η δρομολόγηση και εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας που αποτελούσε αδήριτη ανάγκη για την κοινωνία μας, υπό την εποπτεία των καθ’ ύλην αρμόδιων ΟΑΥ και ΟΚΥΠΥ και παρά τις υφιστάμενες δυσκολίες, είναι πλέον γεγονός, το Υπουργείο Υγείας θα πρέπει να επικεντρωθεί άμεσα στην προώθηση αναπτυξιακών στρατηγικών και σχεδίων για τον τομέα της Δημόσιας Υγείας που άπτονται, άλλωστε, του νέου ρόλου και της δικαιοδοσίας του.
Kι αυτό ακριβώς είμαι πεπεισμένη ότι θα πράξει.
*Δρ Ανδρούλλα Ελευθερίου, BSC, MSc, PhD